- γεγραμματισμένος
- γραμματίζωteach the spelling of a wordperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γραμματίζω — (AM) [γράμμα] διδάσκω κάποιον γράμματα αρχ. 1. γραμματεύω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) γεγραμματισμένος βλ. γραμματισμένος … Dictionary of Greek
γραμματισμένος — η, ο (Μ γεγραμματισμένος και γραμματισμένος, η, ον) αυτός που ξέρει γράμματα, ο μορφωμένος … Dictionary of Greek